- νομίσαντες
- νομίζωuse customarilyaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισπένδω — ἐπισπένδω (Α) [σπένδω] 1. αδειάζω το υγρό που προορίζεται για σπονδή («τοιαῑσδ’ ἐπ’ εύχαῑς τάσδ’ ἐπισπένδω χοάς», Αισχύλ.) 2. υπόσχομαι, δίνω εγγύηση 3. μέσ. ἐπισπένδομαι κάνω νέα συνθήκη («ἐπισπένδεσθαι νομίσαντες αὐτούς ἄνευ Ἀθηναίων», Θουκ.) … Dictionary of Greek
προσαφίστημι — Α 1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῑοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.) 2. παθ. προσαφίσταμαι… … Dictionary of Greek